- πιεζοξείδιο
- το, Ν(χημ.-τεχνολ.) πιεζοηλεκτρικό υλικό που έχει ως βάση μια κρυσταλλική ζιρκονική και τιτανική ένωση τού μολύβδου και χρησιμοποιείται για τη μετατροπή τής μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια και αντιστρόφως, κυρίως σε εφαρμογές υπερήχων ή για την ανάφλεξη αέριων καυσίμων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. piezoxyde < πιέζω + οξείδιο].
Dictionary of Greek. 2013.