πιεζοξείδιο

πιεζοξείδιο
το, Ν
(χημ.-τεχνολ.) πιεζοηλεκτρικό υλικό που έχει ως βάση μια κρυσταλλική ζιρκονική και τιτανική ένωση τού μολύβδου και χρησιμοποιείται για τη μετατροπή τής μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια και αντιστρόφως, κυρίως σε εφαρμογές υπερήχων ή για την ανάφλεξη αέριων καυσίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. piezoxyde < πιέζω + οξείδιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”